δρω — δρω, έδρασα βλ. πίν. 71 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… … Dictionary of Greek
δρω — έδρασα, ενεργώ δραστικά, αναπτύσσω δράση, επιδρώ: Το φάρμακο έδρασε αμέσως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρῷ — δράω do pres opt act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρωπάκων — δρω̱πάκων , δρῶπαξ pitch plaster masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρώπακα — δρώ̱πακα , δρῶπαξ pitch plaster masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρώπακας — δρώ̱πακας , δρῶπαξ pitch plaster masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρώπακες — δρώ̱πακες , δρῶπαξ pitch plaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρώπακι — δρώ̱πακι , δρῶπαξ pitch plaster masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρώπακος — δρώ̱πακος , δρῶπαξ pitch plaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)